- ωνθρωπος
- ὤνθρωπος
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ώνθρωπος — Α κράση αντί ὁ ἄνθρωπος … Dictionary of Greek
ὤνθρωπος — ἄνθρωπος , ἄνθρωπος man masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὥνθρωπος — ἄνθρωπος , ἄνθρωπος man masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μα — (I) (AM μά) 1. μόριο, εισαγωγικό όρκου, το οποίο χρησιμοποιείται και σε περιπτώσεις έντονης διαμαρτυρίας και ακολουθείται από την αιτιατική τού ονόματος ή τού πράγματος που επικαλείται αυτός που ορκίζεται, και λαμβάνεται ως ομοτικό, δηλ.… … Dictionary of Greek